Δευτερεύουσες Προτάσεις στη Νέα Ελληνική

Οι δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσειες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:
  • Στις ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως ουσιαστικά (υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.) και
  • Στις επιρρηματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως προσδιορισμοί του ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα.
Παρατήρηση:
Στις επιρρηματικές προτάσεις περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και εισάγονται με τα "σαν να", "χωρίς/δίχως να" και "παρά να" αντίστοιχα.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ

ΟΙ ΔΕΥΤΕΡΕΥΟΥΣΕΣ / ΕΞΑΡΤΗΜΕΝΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ
ΟΝΟΜΑΤΙΚΕΣ
ΕΠΙΡΡΗΜΑΤΙΚΕΣ
Ειδικές
Αιτιολογικές
Βουλητικές
Τελικές ή του σκοπού
Ενδοιαστικές
Αποτελεσματικές ή συμπερασματικές
Πλάγιες ερωτηματικές
Υποθετικές
Αναφορικές
Εναντιωματικές και παραχωρητικές
Χρονικές
Αναφορικές

 
Α) Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν οι ειδικές, οι βουλητικές, οι ενδοιαστικές, οι πλάγιες ερωτηματικές και οι αναφορικές.

1) Ειδικές προτάσεις
Ειδικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας περίφρασης.
Οι ειδικές προτάσεις λειτουργούν ως (συντακτικός ρόλος):
  • Αντικείμενο σε ρήματα και περιφράσεις που έχουν τη σημασία του λέω, δηλώνω, νομίζω, νιώθω, καταλαβαίνω, γνωρίζω κτλ., π.χ. Ξέρω πολύ καλά ότι ο Γιώργος θα έρθει στην ώρα του.
  • Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα ή απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Λέγεται ότι ο καιρός θα χαλάσει.
  • Επεξήγηση (σπανιότερα προσδιορισμός) σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, και σε δεικτικές ή αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Προχθές στο σχολείο μας βγήκε μια φήμη, ότι θα μας επισκεφθεί ο υπουργός. Έχει την ελπίδα ότι θα πετύχει.
Οι ειδικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με οριστική απλή και με οριστική που δηλώνει την τροπικότητα της δυνατότητας ή του πιθανού, π.χ. Oι καθηγητές ήταν σίγουροι ότι ο Χατζής θα είναι ο πρώτος μαθητής. Οι γονείς του Χατζή πίστευαν ότι ο γιος τους θα αρίστευε.
Επισήμανση: Το τελικό ν των αρνητικών επιρρημάτων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό και τον προφορικό λόγο μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ.

2) Βουλητικές προτάσεις
Βουλητικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.
Οι βουλητικές προτάσεις λειτουργούν ως (συντακτικός ρόλος):
  • Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που έχουν βουλητική σημασία (θέλω, επιθυμώ, μπορώ, εμποδίζω κτλ.), π.χ. Οι μαθητές της Α΄ τάξης δεν μπορούν να λύσουν τις ασκήσεις των μαθηματικών.
  • Υποκείμενο σε απρόσωπα ρήματα και απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου (πρέπει, απαγορεύεται, είναι δυνατό κτλ.), π.χ. Δεν είναι δυνατό να δουλεύει κάθε μέρα από το πρωί ως το βράδυ.
  • Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων των προηγούμενων παραγράφων, καθώς και σε αντωνυμίες δεικτικές ή αόριστες, π.χ. Ο Φάνης ζούσε με μια ελπίδα, να γυρίσει στην πατρίδα του.
  • Προσδιορισμός σε ουσιαστικά και επίθετα που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία που έχουν τα ρήματα και οι εκφράσεις των προηγούμενων παραγράφων (πόθος, θέληση, πρόθυμος, έτοιμος κτλ.), π.χ. Η Ιφιγένεια ήταν πάντα πρόθυμη να απαντήσει σε ό,τι τη ρωτούσε ο καθηγητής.
Οι βουλητικές προτάσεις έχουν άρνηση μη(ν) και εκφέρονται συνήθως με υποτακτική, π.χ. Θέλει πάντα να μην είναι μόνος του
Σε ορισμένες περιπτώσεις οι βουλητικές προτάσεις εκφέρονται με τύπους παρελθοντικού χρόνου, γιατί εκφράζεται είτε απραγματοποίητη ευχή είτε η επιθυμία ή απλώς η σκέψη αυτού που μιλά, π.χ. Ήθελε να ήταν μικρός να έπαιζε στη γειτονιά του. Είναι αδύνατο να έφτασε τόσο νωρίς στο σπίτι του.

3) Ενδοιαστικές προτάσεις
Ενδοιαστικές ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.
Οι ενδοιαστικές προτάσεις λειτουργούν ως (συντακτικός ρόλος):
  • Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν φόβο ή ανησυχία (φοβάμαι, ανησυχώ, έχω την υποψία κτλ.), π.χ. Ανησυχούσε η μητέρα του Γιώργου μήπως και δε γράψει ο γιος της στις εξετάσεις.
  • Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, καθώς και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Είχε πάντα την ίδια αγωνία, μήπως δεν προλάβει το αεροπλάνο.
  • Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και των ουσιαστικών των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Έβρεχε πολύ και γι' αυτό τους κυρίεψε ο φόβος μήπως δεν μπορέσουν να περάσουν το ποτάμι.
Οι ενδοιαστικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) και εκφέρονται με υποτακτική, π.χ. Φοβάται μήπως δεν μπορέσει να φέρει τη δουλειά σε πέρας. 
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν ο ομιλητής θέλει να παρουσιάσει κάτι ως πραγματικό, εκφέρονται και με οριστική, π.χ.Είχε τον φόβο μήπως τον είδαν έξω από το σχολείο.

4) Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις
Πλάγιες ερωτηματικές (πλάγιες ερωτήσεις) ονομάζονται οι δευτερεύουσες προτάσεις που:
  • εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και
  • εκφράζουν ερώτηση ή απορία.
Διακρίνονται, όπως και οι ερωτηματικές προτάσεις (ευθείες ερωτήσεις), σε προτάσεις ολικής και μερικής άγνοιας.

Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις λειτουργούν ως (συντακτικός ρόλος):
  • Αντικείμενο σε ρήματα και εκφράσεις που δηλώνουν ερώτηση, απορία, αίσθηση, αμφιβολία κτλ.(ρωτώ, απορώ, νιώθω, βλέπω, αμφιβάλλω, δεν έχω ιδέα, δεν είμαι βέβαιος κτλ.), π.χ. Νιώθω πόσο πολύ θέλεις να πετύχεις στη σχολή της προτίμησής σου.
  • Υποκείμενο σε απρόσωπες εκφράσεις που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων της προηγούμενης παραγράφου, π.χ. Δεν είναι ακόμη γνωστό πώς λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος.
  • Επεξήγηση σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων (π.χ. ερώτηση, απορία, αμφιβολία κτλ.) και σε δεικτικές και αόριστες αντωνυμίες, π.χ. Ο Ανδρέας έχει πάντα την ίδια απορία, αν η παιδαγωγική είναι επιστήμη ή όχι.
  • Προσδιορισμός σε ουσιαστικά που έχουν σημασία παρόμοια με τη σημασία των ρημάτων και εκφράσεων των προηγούμενων παραγράφων, π.χ. Ο καθηγητής μας κ. Ιωάννου ξεκινούσε πάντα το μάθημά του με την ερώτηση αν έχουμε διαβάσει το μάθημά μας.
Οι πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις έχουν άρνηση δε(ν) (όταν υπάρχει να, έχουν άρνηση μη[ν]) και εκφέρονται με οριστική που εκφράζει κάτι πραγματικό ή μια δυνατότητα και υποτακτική που εκφράζει απορία, π.χ. Απορούμε όλοι οι φίλοι του γιατί δεν έρχεται στις εκδηλώσεις τελευταία. Φαντάζεσαι τι θα μπορούσε να πετύχει με λίγη προσπάθεια παραπάνω; Αναρωτιέμαι γιατί να μην έρχεται ακόμα.